- συζώννυμι
- Α1. ζώνω μαζί2. μέσ. συζώννυμαια) ζώνομαιβ) ζώνομαι την πανοπλία μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ζώννυμι «ζώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύζωμα — ώματος, τὸ, Α [συζώννυμι] ζώνη, ζωστήρας … Dictionary of Greek